- συγκαθίημι
- Α1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.)2. παρεμβάλλω συγχρόνως3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.)4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω5. είμαι υποχωρητικός σε κάτι6. (για πωλητή) χαμηλώνω την τιμή εμπορεύματος7. (αμτβ.) α) γέρνω, χαμηλώνωβ) κάθομαι οκλαδόν8. παθ. συγκαθίεμαιεισέρχομαι κάπου σκυφτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καθίημι / καθίεμαι «ρίχνω, κατεβάζω, παρουσιάζω επί σκηνής»].
Dictionary of Greek. 2013.